Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στερνοτύπτης
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερρόομαι
στερροποιέω
στερρός
στερρός
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
στερφόπεπλος
View word page
στερρόγυιος
στερρό-γυιος
,
ον
,
A).
with strong limbs,
APl.
4.52
(
Phil.
).
ShortDef
with strong limbs
Debugging
Headword:
στερρόγυιος
Headword (normalized):
στερρόγυιος
Headword (normalized/stripped):
στερρογυιος
IDX:
96611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96612
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερρό-γυιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with strong limbs,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">APl.</span> 4.52 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phil.</span></span>).</div> </div><br><br>'}