Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερνοτυπία
στερνοτύπτης
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερρόομαι
στερροποιέω
στερρός
στερρός
στερροσώματος
στερρότης
στερρῶνυξ
στερφίνα
View word page
στερροβαρής
στερρο-βᾰρής, ές,
A). hard and heavy, prob. in Hsch. s.v. κορύνη , for στερεοβαρής.


ShortDef

hard and heavy

Debugging

Headword:
στερροβαρής
Headword (normalized):
στερροβαρής
Headword (normalized/stripped):
στερροβαρης
IDX:
96610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερρο-βᾰρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard and heavy</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κορύνη</span> , for <span class="foreign greek">στερεοβαρής</span>.</div> </div><br><br>'}