Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντεπάγω
ἀντεπακτέον
ἀντεπάδω
ἀντεπαινέω
ἀντεπανάγομαι
ἀντέπαρχος
ἀντεπαφίημι
ἀντέπειμι
ἀντεπεισάγομαι
ἀντεπείσειμι
ἀντεπείσοδος
ἀντεπεισφέρομαι
ἀντεπέκτασις
ἀντεπεκτείνω
ἀντεπελαύνω
ἀντεπεξάγω
ἀντεπέξειμι
ἀντεπεξελαύνω
ἀντεπεξέρχομαι
ἀντεπέξοδος
ἀντεπερείδομαι
View word page
ἀντεπείσοδος
ἀντεπ-είσοδος, ,
A). entrance in return, ἀ. παρέχειν ibid.


ShortDef

entrance in return

Debugging

Headword:
ἀντεπείσοδος
Headword (normalized):
ἀντεπείσοδος
Headword (normalized/stripped):
αντεπεισοδος
IDX:
9660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-9661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντεπ-είσοδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">entrance in return,</span> <span class="foreign greek">ἀ. παρέχειν</span> ibid.</div> </div><br><br>'}