Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερνόμαντις
στέρνον
στερνοσχιδής
στερνοσώματος
στερνοτυπέομαι
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοτύπτης
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερρόομαι
στερροποιέω
View word page
στερνοφορέω
στερνοφορέω,
A). obtain breast of victim as perquisite, prob. in IG 12.190.20 .


ShortDef

obtain breast of victim as perquisite

Debugging

Headword:
στερνοφορέω
Headword (normalized):
στερνοφορέω
Headword (normalized/stripped):
στερνοφορεω
IDX:
96604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερνοφορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">obtain breast of victim as perquisite</span>, prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12.190.20 </span>.</div> </div><br><br>'}