Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερνοκτύπος
στερνόμαντις
στέρνον
στερνοσχιδής
στερνοσώματος
στερνοτυπέομαι
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοτύπτης
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
στερόπης
στέροψ
στερροβαρής
στερρόγυιος
στερρόνους
στερρόομαι
View word page
στερνόφθαλμος
στερν-όφθαλμος, ον,
A). with eyes in the breast, A. Fr. 441 .


ShortDef

with eyes in the breast

Debugging

Headword:
στερνόφθαλμος
Headword (normalized):
στερνόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
στερνοφθαλμος
IDX:
96603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερν-όφθαλμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with eyes in the breast</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg008:441" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0085.tlg008:441/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 441 </a>.</div> </div><br><br>'}