Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στερνόμαντις
στέρνον
στερνοσχιδής
στερνοσώματος
στερνοτυπέομαι
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοτύπτης
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπή
στεροπηγερέτα
View word page
στερνοσώματος
στερνο-σώματος, ον,
A). v. στερροσώματος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερνοσώματος
Headword (normalized):
στερνοσώματος
Headword (normalized/stripped):
στερνοσωματος
IDX:
96597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερνο-σώματος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στερροσώματος</span> .</div> </div><br><br>'}