Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στερνόμαντις
στέρνον
στερνοσχιδής
στερνοσώματος
στερνοτυπέομαι
στερνοτυπής
στερνοτυπία
στερνοτύπτης
στερνοῦχος
στερνόφθαλμος
στερνοφορέω
στέρομαι
στεροπή
View word page
στερνοσχιδής
στερνο-σχῐδής, ές, dub. sens. in PCair.Zen. 534.36 (iii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερνοσχιδής
Headword (normalized):
στερνοσχιδής
Headword (normalized/stripped):
στερνοσχιδης
IDX:
96596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96597
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερνο-σχῐδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PCair.Zen.</span> 534.36 </span> (iii A.D.).</div><br><br>'}