Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στερνόμαντις
στέρνον
στερνοσχιδής
στερνοσώματος
στερνοτυπέομαι
View word page
στέρνιξ
στέρνιξ
,
ικος
,
ἡ
,=
ἐντεριώνη
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στέρνιξ
Headword (normalized):
στέρνιξ
Headword (normalized/stripped):
στερνιξ
IDX:
96588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96589
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στέρνιξ</span>, <span class="itype greek">ικος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">ἐντεριώνη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}