Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στερνόμαντις
στέρνον
στερνοσχιδής
στερνοσώματος
View word page
στερνίδιον
στερνίδιον, τό,= προστερνίδιον, Iamb. post Polem. p.50 Hinck (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερνίδιον
Headword (normalized):
στερνίδιον
Headword (normalized/stripped):
στερνιδιον
IDX:
96587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96588
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερνίδιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>,= <span class="foreign greek">προστερνίδιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> </span> post <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Polem.</span> p.50 </span> Hinck (pl.).</div><br><br>'}