Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
στερνόμαντις
στέρνον
στερνοσχιδής
View word page
στερκτός
στερκ-τός, , όν,
A). amiable, lovable, S. OT 1338 (lyr.).


ShortDef

to be loved, amiable, loved

Debugging

Headword:
στερκτός
Headword (normalized):
στερκτός
Headword (normalized/stripped):
στερκτος
IDX:
96586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96587
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερκ-τός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">amiable, lovable</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg004.perseus-grc1:1338" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0011.tlg004.perseus-grc1:1338/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">OT</span> 1338 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}