Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερίζω
στέριπο
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
στερνοκτύπος
View word page
στερίφωμα
στερῐ/φ-ωμα, ατος, τό,
A). solid foundation, App. BC 4.109 (pl.).


ShortDef

solid foundation

Debugging

Headword:
στερίφωμα
Headword (normalized):
στερίφωμα
Headword (normalized/stripped):
στεριφωμα
IDX:
96583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96584
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερῐ/φ-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">solid foundation</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg017.perseus-grc1:4:109" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0551.tlg017.perseus-grc1:4.109/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">App.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">BC</span> 4.109 </a> (pl.).</div> </div><br><br>'}