Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερητικός
στερίζω
στέριπο
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
στερνοβριθής
στερνοκοπέομαι
View word page
στεριφότης
στερῐφ-ότης, ητος, ,
A). stoutness, solidity, Sch. Il. 11.256 .


ShortDef

stoutness, solidity

Debugging

Headword:
στεριφότης
Headword (normalized):
στεριφότης
Headword (normalized/stripped):
στεριφοτης
IDX:
96582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96583
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερῐφ-ότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stoutness, solidity</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:11:256" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:11.256/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 11.256 </a>.</div> </div><br><br>'}