Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίζω
στέριπο
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
στερνίτης
View word page
στεριφοποιέω
στερῐφο-ποιέω,
A). make firm or hard, Id.


ShortDef

make firm

Debugging

Headword:
στεριφοποιέω
Headword (normalized):
στεριφοποιέω
Headword (normalized/stripped):
στεριφοποιεω
IDX:
96580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96581
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερῐφο-ποιέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make firm</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard</span>, Id.</div> </div><br><br>'}