Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίζω
στέριπο
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
στέρνιον
View word page
στεριφόπεπλος
στερῐφό-πεπλος,
A). = ὁ μικρὸς πέπλος , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεριφόπεπλος
Headword (normalized):
στεριφόπεπλος
Headword (normalized/stripped):
στεριφοπεπλος
IDX:
96579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96580
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερῐφό-πεπλος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὁ μικρὸς πέπλος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}