Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίζω
στέριπο
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
στερνίδιον
στέρνιξ
View word page
στεριφόομαι
στερῐφόομαι, Pass.,
A). become hard or solid, Ph. 2.117 .


ShortDef

become hard

Debugging

Headword:
στεριφόομαι
Headword (normalized):
στεριφόομαι
Headword (normalized/stripped):
στεριφοομαι
IDX:
96578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96579
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερῐφόομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become hard</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">solid</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2:117" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0018.tlg001:2.117/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ph.</span> 2.117 </a>.</div> </div><br><br>'}