Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίζω
στέριπο
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
στερκτέον
στερκτικός
στερκτός
View word page
στεριφεύομαι
στερῐφεύομαι
, Med.,
A).
to be unmarried
,
Hsch.
ShortDef
to be unmarried
Debugging
Headword:
στεριφεύομαι
Headword (normalized):
στεριφεύομαι
Headword (normalized/stripped):
στεριφευομαι
IDX:
96576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96577
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερῐφεύομαι</span>, Med., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be unmarried</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}