Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίζω
στέριπο
στερίσκω
στεριφεύομαι
στεριφνός
στεριφόομαι
στεριφόπεπλος
στεριφοποιέω
στέριφος
στεριφότης
στερίφωμα
View word page
στερίζω
στερίζω, only in aor. ἐστέρισεν,
A). v. στερέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερίζω
Headword (normalized):
στερίζω
Headword (normalized/stripped):
στεριζω
IDX:
96573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96574
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερίζω</span>, only in aor. <span class="foreign greek">ἐστέρισεν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στερέω</span> .</div> </div><br><br>'}