Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στέρεσις
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίζω
στέριπο
View word page
στερεωπός
στερε-ωπός, , όν,
A). solid, Emp. 21.6 .


ShortDef

solid

Debugging

Headword:
στερεωπός
Headword (normalized):
στερεωπός
Headword (normalized/stripped):
στερεωπος
IDX:
96564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερε-ωπός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">solid</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:21:6" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1342.tlg001:21.6/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Emp.</span> 21.6 </a>.</div> </div><br><br>'}