Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στέρεσις
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
στερητέος
στερητικός
στερίζω
View word page
στερεωματίζω
στερε-ωμᾰτίζω,
A). stamp, trample out, Aq. 2 Ki. 22.43 .


ShortDef

stamp, trample out

Debugging

Headword:
στερεωματίζω
Headword (normalized):
στερεωματίζω
Headword (normalized/stripped):
στερεωματιζω
IDX:
96563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96564
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερε-ωμᾰτίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stamp, trample out</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ki.</span> 22.43 </span>.</div> </div><br><br>'}