Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στέρεσις
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
στερεωτής
στερεωτικός
στέρημα
στερήσιμος
στέρησις
View word page
στέρεσις
στέρεσις, εως, ,=
A). στέρησις 2 , PRev.Laws 54.13 (iii B.C.), PTeb. 27.75 (ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στέρεσις
Headword (normalized):
στέρεσις
Headword (normalized/stripped):
στερεσις
IDX:
96560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96561
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στέρεσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">στέρησις</span> <span class="bibl"> 2 </span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRev.Laws</span> 54.13 </span> (iii B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PTeb.</span> 27.75 </span> (ii B.C.).</div> </div><br><br>'}