Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στέρεσις
στερέω
στερέωμα
στερεωματίζω
στερεωπός
στερέωσις
View word page
στερεόστρακος
στερεόστρᾰκος, ον , τὰ ς. τῶν μετάλλων
A). solid parts, slag, Zos.Alch. p.107 B.


ShortDef

solid parts, slag

Debugging

Headword:
στερεόστρακος
Headword (normalized):
στερεόστρακος
Headword (normalized/stripped):
στερεοστρακος
IDX:
96555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96556
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεόστρᾰκος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, τὰ ς. τῶν μετάλλων</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">solid parts, slag</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2687.tlg001:p.107" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2687.tlg001:p.107/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zos.Alch.</span> p.107 </a> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">B.</span> </span> </div> </div><br><br>'}