Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
στερέσιμος
στέρεσις
στερέω
View word page
στερεοποίησις
στερεο-ποίησις, εως, ,
A). making firm, ib. 81 .


ShortDef

making firm

Debugging

Headword:
στερεοποίησις
Headword (normalized):
στερεοποίησις
Headword (normalized/stripped):
στερεοποιησις
IDX:
96551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96552
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεο-ποίησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">making firm</span>, ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:81" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:81/canonical-url/"> 81 </a>.</div> </div><br><br>'}