Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
στερεόφρων
στερεόω
View word page
στερεομετρικός
στερεομετρ-ικός, , όν,
A). of or for the measurement of solids, λένος μετρήσεως Hero *Geom. 3.18 .


ShortDef

of or for the measurement of solids

Debugging

Headword:
στερεομετρικός
Headword (normalized):
στερεομετρικός
Headword (normalized/stripped):
στερεομετρικος
IDX:
96548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96549
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεομετρ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">for the measurement of solids</span>, <span class="quote greek">λένος μετρήσεως</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hero</span> </span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">*Geom.</span> <span class="bibl"> 3.18 </span>.</div> </div><br><br>'}