Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
στερεότης
View word page
στερεομέτρης
στερεομέτρ-ης, ου, ,
A). one who measures solids, Gal. Thras. 47 .


ShortDef

one who measures solids

Debugging

Headword:
στερεομέτρης
Headword (normalized):
στερεομέτρης
Headword (normalized/stripped):
στερεομετρης
IDX:
96546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96547
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεομέτρ-ης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who measures solids</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg033:47" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg033:47/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Thras.</span> 47 </a>.</div> </div><br><br>'}