Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
στερεόστρακος
View word page
στερεομετρέω
στερεομετρ-έω,
A). measure solids, Onos. 10.16 ( Pass.).


ShortDef

measure solids

Debugging

Headword:
στερεομετρέω
Headword (normalized):
στερεομετρέω
Headword (normalized/stripped):
στερεομετρεω
IDX:
96545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96546
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεομετρ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure solids</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0648.tlg001.perseus-grc1:10:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0648.tlg001.perseus-grc1:10.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Onos.</span> 10.16 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}