Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
στερεοποίησις
στερεόπους
στερεός
στερεόσαρκος
View word page
στερεοκάρδιος
στερεο-κάρδιος, ον,
A). hard-hearted, LXX Ez. 2.4 (v.l.).


ShortDef

hard-hearted

Debugging

Headword:
στερεοκάρδιος
Headword (normalized):
στερεοκάρδιος
Headword (normalized/stripped):
στερεοκαρδιος
IDX:
96544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96545
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεο-κάρδιος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard-hearted</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg053:2:4" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg053:2.4/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ez.</span> 2.4 </a> (v.l.).</div> </div><br><br>'}