Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
στερεοποιέω
View word page
στερεοβάτης
στερεο-βάτης [ᾰ],,
A). foundation course of a building, Vitr. 3.4.1 .


ShortDef

foundation course of a building

Debugging

Headword:
στερεοβάτης
Headword (normalized):
στερεοβάτης
Headword (normalized/stripped):
στερεοβατης
IDX:
96540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96541
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεο-βάτης</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">foundation course of a building</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vitr.</span> 3.4.1 </span>.</div> </div><br><br>'}