Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
στερεομετρία
στερεομετρικός
στερεοπαγής
View word page
στερεοβαρής
στερεο-βαρής, ές,
A). v. στερροβ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στερεοβαρής
Headword (normalized):
στερεοβαρής
Headword (normalized/stripped):
στερεοβαρης
IDX:
96539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96540
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεο-βαρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στερροβ-</span> .</div> </div><br><br>'}