Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
στερεομέτρης
View word page
στερεμνιόομαι
στερεμνι-όομαι, Pass.,
A). become solid, Zeno Stoic. 1.29 .


ShortDef

become solid

Debugging

Headword:
στερεμνιόομαι
Headword (normalized):
στερεμνιόομαι
Headword (normalized/stripped):
στερεμνιοομαι
IDX:
96536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96537
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερεμνι-όομαι</span>, Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">become solid</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Zeno Stoic.</span> 1.29 </span>.</div> </div><br><br>'}