Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
στερεοκάρδιος
στερεομετρέω
View word page
στερέϊνος
στερέϊνος, ον,
A). hard, τόποι PLond. 1.131r . 314 (i A.D.).


ShortDef

hard

Debugging

Headword:
στερέϊνος
Headword (normalized):
στερέϊνος
Headword (normalized/stripped):
στερεινος
IDX:
96535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96536
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στερέϊνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard</span>, <span class="quote greek">τόποι</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.131r </span> .<span class="bibl"> 314 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}