Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
στερεοειδής
View word page
στεργοξύνευνος
στεργοξύνευνος, ον,
A). loving one's consort, Lyc. 935 .


ShortDef

loving one's consort

Debugging

Headword:
στεργοξύνευνος
Headword (normalized):
στεργοξύνευνος
Headword (normalized/stripped):
στεργοξυνευνος
IDX:
96533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεργοξύνευνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">loving one\'s consort</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 935 </span>.</div> </div><br><br>'}