Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στενωπεῖον
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
στερεοβάτης
στερεοβόας
στερεόδερμος
View word page
στεργίς
στεργίς,
A). v. στλεγγίς .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεργίς
Headword (normalized):
στεργίς
Headword (normalized/stripped):
στεργις
IDX:
96532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96533
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεργίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στλεγγίς</span> .</div> </div><br><br>'}