Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπεῖον
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
στερεοβαρής
View word page
στεργάνος
στεργάνος, ,= κοπρών, Lat.
A). sterquilinium, Hsch.


ShortDef

sterquilinium

Debugging

Headword:
στεργάνος
Headword (normalized):
στεργάνος
Headword (normalized/stripped):
στεργανος
IDX:
96529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96530
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεργάνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,= <span class="foreign greek">κοπρών</span>, Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sterquilinium</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}