Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπεῖον
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
στερεμνιώδης
View word page
στέπτω
στέπτω,= στέφω, SIG 1025.29 (Cos, iv/iii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στέπτω
Headword (normalized):
στέπτω
Headword (normalized/stripped):
στεπτω
IDX:
96528
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96529
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στέπτω</span>,= <span class="foreign greek">στέφω</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 1025.29 </span> (Cos, iv/iii B.C.).</div><br><br>'}