Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπεῖον
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
στερέμνιος
View word page
στεπτός
στεπτός
,
ή
,
όν
,(
στέφω
)
A).
crowned
, prob. l. in
APl.
4.306
(
Leon.
).
ShortDef
crowned
Debugging
Headword:
στεπτός
Headword (normalized):
στεπτός
Headword (normalized/stripped):
στεπτος
IDX:
96527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96528
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεπτός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>,(<span class="etym greek">στέφω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">crowned</span>, prob. l. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">APl.</span> 4.306 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Leon.</span></span>).</div> </div><br><br>'}