Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
στενώπαρχος
στενωπεῖον
στενωπός
στένωσις
στεπτήριος
στεπτικός
στεπτός
στέπτω
στεργάνος
στέργηθρον
στέργημα
στεργίς
στεργοξύνευνος
στέργω
στερέϊνος
στερεμνιόομαι
View word page
στεπτικός
στεπτικός
,
ή
,
όν
,
A).
for crowning
:
στεπτικόν,
, payment by magistrates
for the crown
of office,
POxy.
1413.4
, al. (iii A.D.); cf.
στέμμα, στέφανος
.
ShortDef
for crowning
Debugging
Headword:
στεπτικός
Headword (normalized):
στεπτικός
Headword (normalized/stripped):
στεπτικος
IDX:
96526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96527
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">for crowning</span>: <span class="foreign greek">στεπτικόν,</span>, payment by magistrates <span class="tr" style="font-weight: bold;">for the crown</span> of office, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 1413.4 </span>, al. (iii A.D.); cf. <span class="foreign greek">στέμμα, στέφανος</span>.</div> </div><br><br>'}