Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στενότης
στενοτράχηλος
στενόφλεβος
στενοφλεβοτόμος
στενοφυής
στενοφυλλία
στενόφυλλος
στενόφωνος
στενοχωρέω
στενοχώρημα
στενοχωρής
στενοχώρησις
στενοχωρία
στενόχωρος
στενόω
Στέντωρ
στενυγρός
στενυγροχωρίη
στένω
στενώδης
στένωμα
View word page
στενοχωρής
στενοχωρ-ής, ές,= στενόχωρος, Arist. GA 755a27 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στενοχωρής
Headword (normalized):
στενοχωρής
Headword (normalized/stripped):
στενοχωρης
IDX:
96510
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96511
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στενοχωρ-ής</span>, <span class="itype greek">ές</span>,= <span class="foreign greek">στενόχωρος</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg012:755a:27" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0086.tlg012:755a.27/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Arist.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">GA</span> 755a27 </a>.</div><br><br>'}