Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεναγμώδης
στενάζω
στενακτέον
στενακτικός
στενακτός
στενάσαι
στεναχέω
στεναχίζω
στενάχω
στένιον
στενοβριθής
στενόβρογχος
στενοεπιμήκης
στενοθώραξ
στενοκοίλιος
στενοκομιδή
στενοκορίασις
στενοκύμων
στενοκώκυτος
στενολεσχέω
στενολέσχης
View word page
στενοβριθής
στενο-βρῑθής, ές,
A). v. στερνοβριθής .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στενοβριθής
Headword (normalized):
στενοβριθής
Headword (normalized/stripped):
στενοβριθης
IDX:
96472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96473
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στενο-βρῑθής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στερνοβριθής</span> .</div> </div><br><br>'}