Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στέλμα
στελμονίαι
στελύπην
στεμβάζω
στεμβάσεις
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματιαῖον
στεμματίας
στεμματοφορία
στεμματοφόρος
στεμματόω
στεμφυλίας
στεμφυλίς
στεμφυλίτης
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
στεναγματώδης
στεναγμός
View word page
στεμματοφορία
στεμμᾰτο-φορία, ,= στεφανηφορία, Vett.Val. 3.18 , al.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεμματοφορία
Headword (normalized):
στεμματοφορία
Headword (normalized/stripped):
στεμματοφορια
IDX:
96451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96452
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεμμᾰτο-φορία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,= <span class="foreign greek">στεφανηφορία</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:3:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1764.tlg001:3.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Vett.Val.</span> 3.18 </a>, al.</div><br><br>'}