Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στελλίδιον
στέλλω
στέλμα
στελμονίαι
στελύπην
στεμβάζω
στεμβάσεις
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματιαῖον
στεμματίας
στεμματοφορία
στεμματοφόρος
στεμματόω
στεμφυλίας
στεμφυλίς
στεμφυλίτης
στεμφυλούργιον
στεμφυλουργός
στέναγμα
View word page
στεμματιαῖον
στεμμᾰτ-ιαῖον· δίκηλόν τι ἐν ἑορτῇ πομπέων δαίμονος, Hsch.; defined as μίμημα σχεδιῶν, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῖδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον, AB 305 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεμματιαῖον
Headword (normalized):
στεμματιαῖον
Headword (normalized/stripped):
στεμματιαιον
IDX:
96449
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96450
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεμμᾰτ-ιαῖον·</span> <span class="foreign greek">δίκηλόν τι ἐν ἑορτῇ πομπέων δαίμονος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; defined as <span class="foreign greek">μίμημα σχεδιῶν, αἷς ἔπλευσαν οἱ Ἡρακλεῖδαι τὸν μεταξὺ τῶν Ῥίων τόπον</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 305 </span>.</div><br><br>'}