Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στελήν
στελιον
στελίς
στέλλα
στελλίδιον
στέλλω
στέλμα
στελμονίαι
στελύπην
στεμβάζω
στεμβάσεις
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματιαῖον
στεμματίας
στεμματοφορία
στεμματοφόρος
στεμματόω
στεμφυλίας
στεμφυλίς
View word page
στεμβάσεις
στεμβ-άσεις· λοιδορίαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεμβάσεις
Headword (normalized):
στεμβάσεις
Headword (normalized/stripped):
στεμβασεις
IDX:
96445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεμβ-άσεις·</span> <span class="foreign greek">λοιδορίαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}