Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στελεχόω
στελεχώδης
στελήν
στελιον
στελίς
στέλλα
στελλίδιον
στέλλω
στέλμα
στελμονίαι
στελύπην
στεμβάζω
στεμβάσεις
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
στεμματιαῖον
στεμματίας
στεμματοφορία
στεμματοφόρος
στεμματόω
View word page
στελύπην
στελύπην·
ἀσφόδελον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στελύπην
Headword (normalized):
στελύπην
Headword (normalized/stripped):
στελυπην
IDX:
96443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96444
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στελύπην·</span> <span class="foreign greek">ἀσφόδελον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}