Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελέχιον
στελεχόκαρπος
στέλεχος
στελεχόω
στελεχώδης
στελήν
στελιον
στελίς
στέλλα
στελλίδιον
στέλλω
στέλμα
στελμονίαι
στελύπην
στεμβάζω
στεμβάσεις
στέμβω
στέμμα
στεμματηφορέω
View word page
στέλλα
στέλλα· ζῶσμα, Hsch. στελλάνδρα· ἡ κόρη, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στέλλα
Headword (normalized):
στέλλα
Headword (normalized/stripped):
στελλα
IDX:
96438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96439
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στέλλα·</span> <span class="foreign greek">ζῶσμα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στελλάνδρα·</span> <span class="foreign greek">ἡ κόρη</span>, Id.</div><br><br>'}