Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωμα
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελγιδοποιός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
στελέφουρος
στελεχηδόν
στελεχητόμος
στελεχιαῖος
στελέχιον
στελεχόκαρπος
View word page
στελγιδοποιός
στελγιδοποιός, στελγίς, στέλγισμα, στέλγιστρον,
A). v. στλεγγ- .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στελγιδοποιός
Headword (normalized):
στελγιδοποιός
Headword (normalized/stripped):
στελγιδοποιος
IDX:
96421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στελγιδοποιός</span>, <span class="orth greek">στελγίς</span>, <span class="orth greek">στέλγισμα</span>, <span class="orth greek">στέλγιστρον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στλεγγ-</span> .</div> </div><br><br>'}