Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεῖνος
στείνω
στείνων
στεῖρα1
στεῖρα2
στειρεύω
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωμα
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελγιδοποιός
στελεά
στελεόν
στελεός
στελεόω
View word page
στείρωμα
στείρ-ωμα· τρόπις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στείρωμα
Headword (normalized):
στείρωμα
Headword (normalized/stripped):
στειρωμα
IDX:
96415
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96416
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στείρ-ωμα·</span> <span class="foreign greek">τρόπις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}