Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στειλέα
στειναύχην
στεινόπορος
στεῖνος
στείνω
στείνων
στεῖρα1
στεῖρα2
στειρεύω
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωμα
στείρωσις
στειρωτικός
στείχω
στεκτέον
στεκτικός
στελγιδοποιός
στελεά
View word page
στειρότης
στειρότης
,
ητος
,
ἡ
,
A).
sterility
, cj. Wytt. in
Plu.
2.366c
, for
στερρ-
.
ShortDef
sterility
Debugging
Headword:
στειρότης
Headword (normalized):
στειρότης
Headword (normalized/stripped):
στειροτης
IDX:
96412
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96413
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στειρότης</span>, <span class="itype greek">ητος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sterility</span>, cj. Wytt. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.366c </span>, for <span class="foreign greek">στερρ-</span>.</div> </div><br><br>'}