Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
στέγω
στέγωσις
στέθματα
στειβεύς
στείβω
στειλέα
στειναύχην
στεινόπορος
στεῖνος
στείνω
στείνων
στεῖρα1
στεῖρα2
στειρεύω
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
στείρωμα
στείρωσις
στειρωτικός
View word page
στείνων
στείνων·
ὡραϊστής, καὶ ἐπ’ αὐτῷ ἀρέσκων
,
Hsch.
στεινωπός
,
A).
v.
στενωπός
.
στειπτός
, v.
στιπτός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
στείνων
Headword (normalized):
στείνων
Headword (normalized/stripped):
στεινων
IDX:
96407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96408
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στείνων·</span> <span class="foreign greek">ὡραϊστής, καὶ ἐπ’ αὐτῷ ἀρέσκων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">στεινωπός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">στενωπός</span> . <span class="orth greek">στειπτός</span>, v. <span class="ref greek">στιπτός</span> .</div> </div><br><br>'}