Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στέθματα
στειβεύς
στείβω
στειλέα
στειναύχην
στεινόπορος
στεῖνος
στείνω
στείνων
στεῖρα1
στεῖρα2
στειρεύω
στεῖρος
στειρότης
στειρόω
στειρώδης
View word page
στεινόπορος
στεινόπορος, στεινός, στεινότης, Ion. for στεν-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στεινόπορος
Headword (normalized):
στεινόπορος
Headword (normalized/stripped):
στεινοπορος
IDX:
96404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96405
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στεινόπορος</span>, <span class="orth greek">στεινός</span>, <span class="orth greek">στεινότης</span>, Ion. for <span class="foreign greek">στεν-</span>.</div><br><br>'}