Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στέθματα
στειβεύς
στείβω
στειλέα
στειναύχην
στεινόπορος
στεῖνος
στείνω
στείνων
στεῖρα1
στεῖρα2
στειρεύω
View word page
στειβεύς
στειβεύς· ὁδευτής, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στειβεύς
Headword (normalized):
στειβεύς
Headword (normalized/stripped):
στειβευς
IDX:
96400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96401
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στειβεύς·</span> <span class="foreign greek">ὁδευτής</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}