Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

στεγνοφυής
στεγνόω
στέγνωσις
στεγνωτικός
στεγονόμια
στεγοποιέομαι
στέγος
στεγύλλιον
στέγω
στέγωσις
στέθματα
στειβεύς
στείβω
στειλέα
στειναύχην
στεινόπορος
στεῖνος
στείνω
στείνων
στεῖρα1
στεῖρα2
View word page
στέθματα
στέθματα· τὰ στέμματα, Hsch.; cf. στέφω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
στέθματα
Headword (normalized):
στέθματα
Headword (normalized/stripped):
στεθματα
IDX:
96399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-96400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">στέθματα·</span> <span class="foreign greek">τὰ στέμματα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">στέφω</span>.</div><br><br>'}